Φαρισαίου

Φαρισαίου
Φαρισαί̱ου , Φαρισαῖος
masc gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • Τελώνη και Φαρισαίου Κυριακή — Ονομασία η οποία δόθηκε από την Ανατ. Ορθόδοξη Εκκλησία στην Κυριακή με την οποία αρχίζει το λεγόμενο Τριώδιο και η οποία αποτελεί, κατά κάποιο τρόπο, προοίμιο της Σαρακοστής. Η ονομασία οφείλεται στο γεγονός, ότι την Κυριακή αυτή διαβάζεται… …   Dictionary of Greek

  • τελώνης — ο, ΝΜΑ 1. (στην ΚΔ) άνθρωπος αμαρτωλός, άδικος και εκβιαστής («οὐχὶ καὶ οἱ τελῶναι τὸ αυτὸ ποιοῡσι;», ΚΔ) 2. φρ. «η Κυριακή τού Τελώνη και τού Φαρισαίου» εκκλ. η πρώτη Κυριακή τού Τριωδίου, κατά την οποία αναγιγνώσκεται στους ναούς η ευαγγελική… …   Dictionary of Greek

  • τριώδιο — Εκκλησιαστικό λειτουργικό βιβλίο, που περιέχει τις ακολουθίες των λειτουργιών από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου έως το Μεγάλο Σάββατο. Ονομάστηκε έτσι, επειδή στις καθημερινές ακολουθίες του όρθρου, ο κανόνας αυτός, αντί των… …   Dictionary of Greek

  • άρτζι-μπούρτζι — και άρτσι βούρτσι (Μ ἀρτζηβούριον και ἀρτσιβούριν) 1. η εβδομάδα του Τελώνου και Φαρισαίου, κατά την οποία καταλύεται η νηστεία την Τετάρτη και την Παρασκευή (ενώ οι Αρμένιοι νηστεύουν όλες τις ημέρες της εβδομάδας) 2. φαγοπότι Ω νεοελλ. επίρρ.… …   Dictionary of Greek

  • προσφωνήσιμος — ον, Μ [προσφώνησις] αυτός που προαγγέλλει κάτι («ἑβδομὰς τῆς προσφωνησίμου» η εισαγωγική εβδομάδα, η τρίτη εβδομάδα πριν από τη σαρακοστή, αλλ. ἑβδομὰς τοῡ τελώνου καὶ φαρισαίου ἡ αρτσιβούριον) …   Dictionary of Greek

  • φαρισαϊσμός — ο, Ν 1. η ιδιότητα τού φαρισαίου 2. ενέργεια ή συμπεριφορά που αρμόζει σε φαρισαίο 3. μτφ. υποκρισία, δολιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φαρισαίος + ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδ. Κοραή] …   Dictionary of Greek

  • Βερονέζε, Πάολο — (Paolo Veronese, Βερόνα 1528 – Βενετία 1588). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού ζωγράφου Πάολο Καλιάρι (Paolo Caliari). Ο Β. πήρε τα πρώτα μαθήματα ζωγραφικής στη Βερόνα. Δεν έχει ακόμα εξακριβωθεί αν o πρώτος του δάσκαλος ήταν ο πατέρας του,… …   Dictionary of Greek

  • Φαρισαίοι — Ονομάστηκαν έτσι όσοι ανήκαν στο θρησκευτικό ρεύμα που εμφανίστηκε στους κόλπους του ιουδαϊσμού ως αντίδραση στην ελληνιστική επίδραση, η οποία απειλούσε να εξαφανίσει τις παραδόσεις του Ισραήλ. Αντίπαλοι του κόμματος των Σαδδουκαίων,… …   Dictionary of Greek

  • Τριώδι(ο) — το 1. εκκλησιαστικό βιβλίο που περιέχει τις ακολουθίες των γιορτών από την Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου ως το Μ. Σάββατο. 2. οι τρεις εβδομάδες της Αποκριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τελώνης — ο 1. οενοικιαστής των δημόσιων φόρων στην αρχαιότητα: Κυριακή του Τελώνη και του Φαρισαίου. 2. άνθρωπος εκβιαστής, άδικος, άρπαγας. 3. ο προϊστάμενος του τελωνείου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”